Greek Meaning of currish

αγέλαστος

Other Greek words related to αγέλαστος

Definitions and Meaning of currish in English

Wordnet

currish (s)

base and cowardly

resembling a cur; snarling and rude

FAQs About the word currish

αγέλαστος

base and cowardly, resembling a cur; snarling and rude

Εξευτελιστικός,σκληρός,άτιμος,άτιμος,ταπεινωτικός,ανήθικος,βρώμικο,βρώμικος,κακός,φαύλος

ηθικός,άριστος,καλός,υψηλός,ειλικρινής,έντιμος,μόνο,υπέροχος,ηθικός,ευγενής

currier => βυρσοδέψης, curriculum vitae => Βιογραφικό σημείωμα, curriculum => πρόγραμμα σπουδών, curricular => σχολικός, currer bell => Κάρρερ Μπελ,