Greek Meaning of uncorrupted
άφθαρτος
Other Greek words related to άφθαρτος
- Νοθευμένο
- κράμα
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- αραιωμένο
- Ακάθαρτος
- μικτός
- μολυσμένος
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- μολυσμένος
- ενωμένος
- Befouled = Βεβηλωμένος
- λερωμένος
- μικτός
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- βεβηλωμένος
- βρώμικος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- συσπειρώθηκε
- ενωμένες
- λειωμένος
- ενωμένος
Nearest Words of uncorrupted
Definitions and Meaning of uncorrupted in English
uncorrupted (s)
(of language) not having its purity or excellence debased
not decayed or decomposed
not debased
FAQs About the word uncorrupted
άφθαρτος
(of language) not having its purity or excellence debased, not decayed or decomposed, not debased
Καθαρός,φρέσκος,αμόλυντος,αμόλυντος,Αμόλυντος,Αμόλυντος,φιλτραρισμένο,καθαρός,αποδομένο,ακηλίδωτος
Νοθευμένο,κράμα,Μολυσμένος,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,αραιωμένο,Ακάθαρτος,μικτός,μολυσμένος,λερωμένος
uncorrupt => άφθαρτος, uncorroborated => ανεπιβεβαίωτο, uncorrigible => ανεπίδεκτος διόρθωσης, uncorrelated => μη συσχετιζόμενος, uncorrected => μη διορθωμένο,