Greek Meaning of tried
δοκίμασε
Other Greek words related to δοκίμασε
- καλός
- αξιόπιστος
- υπεύθυνος
- ασφαλής
- σταθερός
- σίγουρα
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- υπολογίσιμος
- σταθερά
- αξιόπιστος
- αφοσιωμένος
- πιστός
- πιστός
- ασφαλής
- στερεός
- δυνατός
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- βεβαιωμένος
- ελεγμένο ως γνήσιο
- επιβεβαιωμένο
- αποτελεσματικός
- γρήγορος
- άψογος
- στερεός
- αθώος
- ειλικρινής
- Άμεμπτος
- Αλάθητος
- αποδεδειγμένο
- ειλικρινής
- αποφασισμένος
- ήχος
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- σταθερός
- λέγοντας
- πιστός
- αλάθητος
- έγκυρος
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
- αξιόπιστος
- ανέντιμος
- Αποστάτης
- ύποπτος
- αμφίβολος
- άπιστος
- ευμετάβλητος
- ψέμα
- προβληματικός
- αμφισβητήσιμος
- ύποπτος
- ύπουλος
- αβέβαιος
- αναξιόπιστος
- άπιστος
- αναξιόπιστος
- Επικίνδυνος
- ψευδές
- αναξιόπιστος
- ΨΕΥΔΕΣ
- αμφιλεγόμενος
- Δολερός
- αμφισβητήσιμος
- αμφίβολος
- ύποπτος
- επικίνδυνος
- ασταθής
- ψεύτης
- perfidious
- προβληματικός
- δειλός
- Επικίνδυνο
- σκιερός
- τρεμάμενος
- προδοτικός
- αβέβαιος
- προβληματικός
- αν δοκιμαστεί
- ψευδής
- αμφίβολος
- επιβεβαιωμένος
Nearest Words of tried
Definitions and Meaning of tried in English
tried (s)
tested and proved useful or correct
tested and proved to be reliable
tried ()
imp. & p. p. of Try.
tried (adj.)
Proved; tested; faithful; trustworthy; as, a tried friend.
tried (imp. & p. p.)
of Try
FAQs About the word tried
δοκίμασε
tested and proved useful or correct, tested and proved to be reliableimp. & p. p. of Try., Proved; tested; faithful; trustworthy; as, a tried friend., of Try
καλός,αξιόπιστος,υπεύθυνος,ασφαλής,σταθερός,σίγουρα,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,υπολογίσιμος,σταθερά,αξιόπιστος
ανέντιμος,Αποστάτης,ύποπτος,αμφίβολος,άπιστος,ευμετάβλητος,ψέμα,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,ύποπτος
tridymite => τριδυμίτης, triduan => τριήμερο, triding => triding, tridimensional => Τριδιάστατος, tridiapason => Τριοδιαπασών,