Greek Meaning of undependable
αναξιόπιστος
Other Greek words related to αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- επικίνδυνος
- ασταθής
- τυχαίος
- ασυνεπής
- τυχαίος
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- αναξιόπιστος
- ασκόπως
- αμφίθυμος
- Αρκετός
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- αποσπασματικός
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- Διστακτικός
- τυχαίος
- ασταθής
- ακανόνιστος
- υδραργυρικός
- μεταβλητός
- διασκορπισμένο
- τρεμάμενος
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- ασταθής
- Διστακτικός
- μεταβλητή
- ασταθής
- διστακτικός
Nearest Words of undependable
- undependability => αναξιοπιστία
- undepartable => αδιαίρετο
- undenominational => ανεξαρτησία
- undeniably => αδιαμφισβήτητα
- undeniable => Αδιαμφισβήτητος
- undemonstrative => ανέκφραστος
- undemocratically => αντιδημοκρατικά
- undemocratic => αντιδημοκρατικός
- undemanding => ανεπιτήδευτο
- undelineated => ακαθόριστος
Definitions and Meaning of undependable in English
undependable (a)
not worthy of reliance or trust
undependable (s)
liable to be erroneous or misleading
FAQs About the word undependable
αναξιόπιστος
not worthy of reliance or trust, liable to be erroneous or misleading
αναξιόπιστος,επικίνδυνος,ασταθής,τυχαίος,ασυνεπής,τυχαίος,απρόβλεπτος,ασταθής,αναξιόπιστος,ασκόπως
αξιόπιστος,μόνιμο,επίμονος,αξιόπιστος,σίγουρα,αξιόπιστος,αξιόπιστος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,μόνιμος,βέβαιος
undependability => αναξιοπιστία, undepartable => αδιαίρετο, undenominational => ανεξαρτησία, undeniably => αδιαμφισβήτητα, undeniable => Αδιαμφισβήτητος,