Greek Meaning of ambivalent
αμφίθυμος
Other Greek words related to αμφίθυμος
Nearest Words of ambivalent
Definitions and Meaning of ambivalent in English
ambivalent (s)
uncertain or unable to decide about what course to follow
FAQs About the word ambivalent
αμφίθυμος
uncertain or unable to decide about what course to follow
φοβισμένος,συγκρουόμενος,διστακτικός,αβέβαιος,αβέβαιος,αμφίβολος,αμφίβολος,αμφίβολος,αναποφάσιστος,ερώτηση
βέβαιος,αποφάσισε,αποφασισμένος,σίγουρα,αναμφίβολος,αναντίρρητος
ambivalency => αμφοτεροβαρία, ambivalence => Αμφιθυμία, ambitus => έκταση, ambitiousness => Φιλοδοξία, ambitiously => φιλόδοξα,