FAQs About the word ambler

περιπατητής

someone who walks at a leisurely paceA horse or a person that ambles.

πεζοπόρος,πεζός,περιπατητής,περιπλανώμενος,Ορειβάτης,καροτσάκι,περιπατητής,Αλήτης,Σάκοι πλάτης,Αναρριχητής

No antonyms found.

ambled => Βημάτιζε, amble => αργός περίπατος, ambiversive => αμφιταλαντευόμενος, ambiversion => αμφιεστραμμένη, ambivalent => αμφίθυμος,