Greek Meaning of ambling

πλανόδιος

Other Greek words related to πλανόδιος

Definitions and Meaning of ambling in English

Webster

ambling (p. pr. & vb. n.)

of Amble

FAQs About the word ambling

πλανόδιος

of Amble

βαριποδής, βαρύποδος,επίμονος,Στέκομαι ακίνητος,αργός,ανακάτεμα,βολτάροντας,Έρπων,ερπετό,εσκεμμένος,αδρανής

κεραυνοβολία,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ζαλισμένος,γρήγορος,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,βιαστικά,αστραπή

ambler => περιπατητής, ambled => Βημάτιζε, amble => αργός περίπατος, ambiversive => αμφιταλαντευόμενος, ambiversion => αμφιεστραμμένη,