Greek Meaning of careering
ορμητικός
Other Greek words related to ορμητικός
- δωδεκάδα
- κεραυνοβολία
- chóngyros
- Κομμένος η ανάσα
- ζωηρός
- στόλος
- ιπτάμενος
- Επιπόλαιος
- βιαστικά
- αστραπή
- μετεωρικός
- αγώνας
- γρήγορος
- εκτοξευόμενος
- τρέξιμο
- βιαστικός
- διασκορπισμένος
- βιαστικός
- υπερβολική ταχύτητα
- γρήγορος
- γρήγορος
- στροβιλιζόμενος
- ανεμοστρόβιλος
- σκούτερ
- ταχύτητα παραμόρφωσης
- φερμουάρ
- επιταχυνόμενος
- ζαλισμένος
- γρήγορος
- γρήγορος
- επιτάχυνε
- προτροπή
- γρήγορος
- Έτοιμος
- Ζωηρό
- χτύπημα
- σπεύδω
- επιταχύνεται
- βιαστικός
Nearest Words of careering
Definitions and Meaning of careering in English
careering (p. pr. & vb. n.)
of Career
FAQs About the word careering
ορμητικός
of Career
δωδεκάδα,κεραυνοβολία,chóngyros,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,βιαστικά,αστραπή
Έρπων,ερπετό,καθυστερημένος,σέρνοντας,καθυστερημένο,νωθρός,ήρεμος,αργός,αργός,αργός
careered => καριέρας, career man => φιλόδοξος, career girl => γυναίκα σταδιοδρομίας, career counseling => Συµβουλευτική σταδιοδροµίας, career => Καριέρα,