Greek Meaning of careering

ορμητικός

Other Greek words related to ορμητικός

Definitions and Meaning of careering in English

Webster

careering (p. pr. & vb. n.)

of Career

FAQs About the word careering

ορμητικός

of Career

δωδεκάδα,κεραυνοβολία,chóngyros,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,βιαστικά,αστραπή

Έρπων,ερπετό,καθυστερημένος,σέρνοντας,καθυστερημένο,νωθρός,ήρεμος,αργός,αργός,αργός

careered => καριέρας, career man => φιλόδοξος, career girl => γυναίκα σταδιοδρομίας, career counseling => Συµβουλευτική σταδιοδροµίας, career => Καριέρα,