Greek Meaning of crawling

Έρπων

Other Greek words related to Έρπων

Definitions and Meaning of crawling in English

Wordnet

crawling (n)

a slow mode of locomotion on hands and knees or dragging the body

FAQs About the word crawling

Έρπων

a slow mode of locomotion on hands and knees or dragging the body

ερπετό,σέρνοντας,ήρεμος,αργός,αναβάλλω,κωλυσιεργία,καθυστερημένος,οπισθοδρομικός,καθυστερημένο,νωθρός

κεραυνοβολία,Κομμένος η ανάσα,ζωηρός,ζαλισμένος,γρήγορος,στόλος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,αστραπή,μετεωρικός

crawler => ανιχνευτής, crawl stroke => Ελεύθερο, crawl space => Χώρος ερπυσμού, crawl in => σέρνομαι μέσα, crawl => σέρνομαι,