Greek Meaning of lightning
αστραπή
Other Greek words related to αστραπή
- ζωηρός
- γρήγορος
- καλπάζον
- γρήγορος
- γρήγορος
- γρήγορος
- επιταχυνόμενος
- Πρησμένος
- chóngyros
- Κομμένος η ανάσα
- ζαλισμένος
- στόλος
- ιπτάμενος
- Επιπόλαιος
- ζεστό
- σπεύδω
- Δροσερός
- Ραγδαία φωτιά
- τρίζοντας
- Ζωηρό
- γρήγορος
- σχίση
- ανεμοστρόβιλος
- ζωηρός
- με υψηλή ταχύτητα
- συναρπαστικός
- Ενεργητικός
- γρήγορος
- επιτάχυνε
- υψηλής ταχύτητας
- προτροπή
- επιταχύνεται
- Έτοιμος
- βιασύνη
- βιαστικός
- ανταγωνιστικό
- δυνατός
- ζωηρός
- Ταχύς
- υπερ-γρήγορος
Nearest Words of lightning
Definitions and Meaning of lightning in English
lightning (n)
abrupt electric discharge from cloud to cloud or from cloud to earth accompanied by the emission of light
the flash of light that accompanies an electric discharge in the atmosphere (or something resembling such a flash); can scintillate for a second or more
lightning (n.)
A discharge of atmospheric electricity, accompanied by a vivid flash of light, commonly from one cloud to another, sometimes from a cloud to the earth. The sound produced by the electricity in passing rapidly through the atmosphere constitutes thunder.
The act of making bright, or the state of being made bright; enlightenment; brightening, as of the mental powers.
lightning (vb. n.)
Lightening.
FAQs About the word lightning
αστραπή
abrupt electric discharge from cloud to cloud or from cloud to earth accompanied by the emission of light, the flash of light that accompanies an electric disch
ζωηρός,γρήγορος,καλπάζον,γρήγορος,γρήγορος,γρήγορος,επιταχυνόμενος,Πρησμένος,chóngyros,Κομμένος η ανάσα
Έρπων,εσκεμμένος,σέρνοντας,επίμονος,αργός,Αργός,αναβάλλω,καθυστερημένος,οπισθοδρομικός,νωθρός
lightness => ελαφρότητα, light-mindedness => αφέλεια, light-minded => επιπόλαιος, lightman => φωτιστής, lightly-armed => ελαφρά οπλισμένος,