Greek Meaning of light-mindedness
αφέλεια
Other Greek words related to αφέλεια
Nearest Words of light-mindedness
Definitions and Meaning of light-mindedness in English
light-mindedness (n)
inappropriate levity
FAQs About the word light-mindedness
αφέλεια
inappropriate levity
ευθυμία,Γκλί,ελαφρότητα,βλακεία,ζητωκραυγές,παιδικότητα,Φαιδρότητα,εορτής,αστάθεια,Ελαφρότητα
σοβαρότητα,βαρύτητα,σοβαρότητα,Νηφαλιότητα,ιεροπρέπεια,απογοήτευση,κατάθλιψη,μελαγχολία,μελαγχολία,κακή διάθεση
light-minded => επιπόλαιος, lightman => φωτιστής, lightly-armed => ελαφρά οπλισμένος, lightly armoured => Ελαφρά θωρακισμένο, lightly armored => ελαφρά θωρακισμένος,