Greek Meaning of moroseness
κακή διάθεση
Other Greek words related to κακή διάθεση
- μακαριότητα
- ευθυμία
- έκσταση
- ευφορία
- ευφορία
- ευφορία
- υπερβολή
- αγαλλίαση
- ευδαιμονία
- χαρά
- χαρά
- χαρά
- Γκλί
- ευτυχία
- ουρανός
- χιούμορ
- Χαρά
- φιλικότητα
- χαρά
- Χαρά
- χαρά
- Αγαλλίαση
- Ξενοιασιά
- ευθυμία
- χαρά
- έκσταση
- Μακαριότητα
- ζητωκραυγές
- χαρά
- περιεχόμενο
- ικανοποίηση
- ικανοποίηση
- ευφορία
- ομοφυλοφιλία
- χαρά
- χαρά
- ελπίδα
- Χαρά
- ικανοποίηση
- ηλιοφάνεια
- έκσταση
- ευχαρίστηση
- ικανοποίηση
Nearest Words of moroseness
Definitions and Meaning of moroseness in English
moroseness (n)
a gloomy ill-tempered feeling
a sullen moody resentful disposition
moroseness (n.)
Sourness of temper; sulenness.
FAQs About the word moroseness
κακή διάθεση
a gloomy ill-tempered feeling, a sullen moody resentful dispositionSourness of temper; sulenness.
πλήξη,απελπισία,απελπισία,ζοφερός,ανία,απελπισία,Νοσηρότητα,,Ανία,Αποθάρρυνση
μακαριότητα,ευθυμία,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία,υπερβολή,αγαλλίαση,ευδαιμονία,χαρά
morosely => μελαγχολικά, morose => κατσούφης, morosaurus => Μορόσαυρος, moros => Μαυριτανοί, morones => μοραίνες,