Greek Meaning of despair
απελπισία
Other Greek words related to απελπισία
- απελπισία
- απελπισία
- Λύπη
- Θλίψη
- αγωνία
- κατάθλιψη
- απογοητευμένος
- απογοήτευση
- απογοήτευση
- Απομόνωση
- μελαγχολία
- μελαγχολία
- δυστυχία
- Καταπίεση
- πόνος
- παραίτηση
- Τούνελ της Αθυμίας
- Λύπη
- Δυστυχία
- αποδοχή
- μελαγχολία
- Μπλουζ
- Κυνισμός
- απογοήτευση
- ερήμωση
- αποθάρρυνση
- απογοήτευση
- δυσφορία
- αδράνεια
- πόνος
- απογοήτευση
- μελαγχολία
- χωματερές
- μελαγχολία
- Αχαρά
- λυπάται
- Πένθος
- απαισιοδοξία
- Αυτολύπηση
- συμφορά
- δυστυχία
- αυτοαπόγνωση
Nearest Words of despair
Definitions and Meaning of despair in English
despair (n)
a state in which all hope is lost or absent
the feeling that everything is wrong and nothing will turn out well
despair (v)
abandon hope; give up hope; lose heart
despair (v. i.)
To be hopeless; to have no hope; to give up all hope or expectation; -- often with of.
despair (v. t.)
To give up as beyond hope or expectation; to despair of.
To cause to despair.
despair (n.)
Loss of hope; utter hopelessness; complete despondency.
That which is despaired of.
FAQs About the word despair
απελπισία
a state in which all hope is lost or absent, the feeling that everything is wrong and nothing will turn out well, abandon hope; give up hope; lose heartTo be ho
απελπισία,απελπισία,Λύπη,Θλίψη,αγωνία,κατάθλιψη,απογοητευμένος,απογοήτευση,απογοήτευση,Απομόνωση
ευθυμία,ελπίδα,ελπίδα,μακαριότητα,ζητωκραυγές,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία,υπερβολή
desoxyribonucleic acid => δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ, desoxalic => δεσοξαλικό, desorption => Απορρόφηση, desorb => απορροφώ, desophisticate => αποξενούν,