Greek Meaning of despairer

απελπισμένος

Other Greek words related to απελπισμένος

Definitions and Meaning of despairer in English

Webster

despairer (n.)

One who despairs.

FAQs About the word despairer

απελπισμένος

One who despairs.

απελπισία,απελπισία,Λύπη,Θλίψη,αγωνία,κατάθλιψη,απογοητευμένος,απογοήτευση,απογοήτευση,Απομόνωση

ευθυμία,ελπίδα,ελπίδα,μακαριότητα,ζητωκραυγές,έκσταση,ευφορία,ευφορία,ευφορία,υπερβολή

despaired => απελπισμένος, despair => απελπισία, desoxyribonucleic acid => δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ, desoxalic => δεσοξαλικό, desorption => Απορρόφηση,