Greek Meaning of self-despair

αυτοαπόγνωση

Other Greek words related to αυτοαπόγνωση

Definitions and Meaning of self-despair in English

self-despair

despair of oneself

FAQs About the word self-despair

αυτοαπόγνωση

despair of oneself

Μπλουζ,απογοήτευση,κατάθλιψη,απελπισία,απελπισία,μελαγχολία,μελαγχολία,απελπισία,Αχαρά,μελαγχολία

ευθυμία,ελπίδα,ελπίδα,μακαριότητα,ζητωκραυγές,έκσταση,ευφορία,ευφορία,υπερβολή,αγαλλίαση

self-deprecatory => αυτοσαρκαστικός, self-deprecatingly => αυτοϋποτιμητικά, self-dependence => αυτονομία, self-critical => Αυτοκριτικός, self-controlled => αυτοελεγχόμενος, εγκρατής,