Greek Meaning of sunniness

ηλιοφάνεια

Other Greek words related to ηλιοφάνεια

Definitions and Meaning of sunniness in English

Wordnet

sunniness (n)

lightness created by sunlight

the quality of being cheerful and dispelling gloom

FAQs About the word sunniness

ηλιοφάνεια

lightness created by sunlight, the quality of being cheerful and dispelling gloom

φωτεινότητα,ευθυμία,ευθυμία,αισιοδοξία,ελπίδα,ιδεαλισμός,αιμομιξία,ελπίδα,βελτιωτισμός,Ερυθρά

ανησυχία,Κυνισμός,απαισιοδοξία,Σκεπτικισμός,ανησυχία,πτωτική τάση,προσοχή,απελπισία,απελπισία,Αποθάρρυνση

sunnily => ηλιόλουστα, sunni muslim => Σουνίτης μουσουλμάνος, sunni islam => Σουνιτικό Ισλάμ, sunni => σουνιτικός, sunnah => Σούννα,