Greek Meaning of sanguinity

αιμομιξία

Other Greek words related to αιμομιξία

Definitions and Meaning of sanguinity in English

Wordnet

sanguinity (n)

feeling sanguine; optimistically cheerful and confident

Webster

sanguinity (n.)

The quality of being sanguine; sanguineness.

FAQs About the word sanguinity

αιμομιξία

feeling sanguine; optimistically cheerful and confidentThe quality of being sanguine; sanguineness.

φωτεινότητα,ευθυμία,ελπίδα,αισιοδοξία,ελπίδα,ιδεαλισμός,ευθυμία,Ερυθρά,ηλιοφάνεια

ανησυχία,ανησυχία,απαισιοδοξία,Σκεπτικισμός,πτωτική τάση,προσοχή,Κυνισμός,απελπισία,απελπισία,Αποθάρρυνση

sanguineous => αισιόδοξος, sanguineness => Αισιοδοξία, sanguinely => αισιόδοξα, sanguineless => αναιμος, sanguine => αισιόδοξος,