Greek Meaning of concern
ανησυχία
Other Greek words related to ανησυχία
Nearest Words of concern
- conceptus => έμβρυο
- conceptually => εννοιολογικά
- conceptualize => Εννοιολογώ
- conceptualization => εννοιολόγηση
- conceptuality => εννοιολόγηση
- conceptualistic => εννοιολογικός
- conceptualism => εννοιοκρατία
- conceptualise => εννοιολογείν
- conceptualisation => εννοιολόγηση
- conceptual semantics => εννοιολογική σημασιολογία
- concerned => ανήσυχος
- concernedly => με ανησυχία
- concert => συναυλία
- concert band => Συγκρότημα συναυλιών
- concert dance => Συναυλιακός χορός
- concert grand => Κοντσέρτο γκραντ
- concert hall => Αίθουσα συναυλιών
- concert of europe => συναυλία της Ευρώπης
- concert of the powers => συναυλία των δυνάμεων
- concert piano => Συναυλιακό πιάνο
Definitions and Meaning of concern in English
concern (n)
something that interests you because it is important or affects you
an anxious feeling
a feeling of sympathy for someone or something
something or someone that causes anxiety; a source of unhappiness
a commercial or industrial enterprise and the people who constitute it
concern (v)
be relevant to
be on the mind of
FAQs About the word concern
ανησυχία
something that interests you because it is important or affects you, an anxious feeling, a feeling of sympathy for someone or something, something or someone th
επιχείρηση,εταιρεία,Επιχείρηση,στερεός,σπίτι,Ενδιαφέρον,σύστημα,ένωση,εταιρεία,εγκατάσταση
περιεχόμενο,ικανοποίηση,ευκολία,Ειρήνη,αδιαφορία,Ήρεμος,ηρεμία,Άνεση,Παρηγοριά,ευκολία
conceptus => έμβρυο, conceptually => εννοιολογικά, conceptualize => Εννοιολογώ, conceptualization => εννοιολόγηση, conceptuality => εννοιολόγηση,