Greek Meaning of association
ένωση
Other Greek words related to ένωση
- διασύνδεση
- συνεργασία
- σύνδεση
- συνεργασία
- εταιρική σχέση
- σχέση
- συμμαχία
- ομοσπονδία
- συναλλαγές
- αλληλεπίδραση
- Σύνδεσμος
- Συγχώνευση
- σχέση
- Αλληλεγγύη
- συνδικαλιστική οργάνωση
- συγγένεια
- συνημμένο αρχείο
- επιχείρηση
- εγγύτητα
- συντροφικότητα
- εταιρεία
- Ανταλλαγή
- σύνδεση
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- Σύνδεσμο
- αλληλοσυσχέτιση
- οικειότητα
- Συγγένεια
- πρωτάθλημα
- Σύνδεσμος
- αμοιβαδισμός
- ενότητα
- Σχέση
- αμοιβαιότητα
- Συμβίωση
- συμπάθεια
- δένω
- Μαζί
- ενοποίηση
- ενότητα
Nearest Words of association
- associating => Σύνδεση
- associateship => συνεταιρισμός
- associated state => Συνδεδεμένη πολιτεία
- associated => συνδεδεμένος
- associate professor => Επίκουρος καθηγητής
- associate in nursing => Συνεργάτης νοσηλευτικής
- associate in arts => Συνδεδεμένος στους Τέχνες
- associate in applied science => Συνεργάτης σε εφαρμοσμένες επιστήμες
- associate degree => Δίπλωμα συνεργαζόμενου ιδρύματος
- associate => συνεργάτης
- association area => Περιοχή σύνδεσης
- association cortex => φλοιός συσχέτισης
- association football => Ποδόσφαιρο
- association for the advancement of retired persons => Ένωση για την Προώθηση των Συνταξιούχων
- association of islamic groups and communities => Ένωση ισλαμικών ομίλων και κοινοτήτων
- association of orangemen => `Ενωση Ορανζιστών`
- association of southeast asian nations => Ένωση των εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας
- association theory => θεωρία σύνδεσης
- associational => συσχετιστικός
- associationism => Συνεταιρισμός
Definitions and Meaning of association in English
association (n)
a formal organization of people or groups of people
the act of consorting with or joining with others
the state of being connected together as in memory or imagination
the process of bringing ideas or events together in memory or imagination
a social or business relationship
a relation resulting from interaction or dependence
(chemistry) any process of combination (especially in solution) that depends on relatively weak chemical bonding
(ecology) a group of organisms (plants and animals) that live together in a certain geographical region and constitute a community with a few dominant species
association (n.)
The act of associating, or state of being associated; union; connection, whether of persons of things.
Mental connection, or that which is mentally linked or associated with a thing.
Union of persons in a company or society for some particular purpose; as, the American for the Advancement of Science; a benevolent association. Specifically, as among the Congregationalists, a society, consisting of a number of ministers, generally the pastors of neighboring churches, united for promoting the interests of religion and the harmony of the churches.
FAQs About the word association
ένωση
a formal organization of people or groups of people, the act of consorting with or joining with others, the state of being connected together as in memory or im
διασύνδεση,συνεργασία,σύνδεση,συνεργασία,εταιρική σχέση,σχέση,συμμαχία,ομοσπονδία,συναλλαγές,αλληλεπίδραση
αποσύνδεση,διάλυση,τμήμα,αποξένωση,χωρισμός,διχόνοια,Διαζύγιο,χωρισμό,Αποχωρισμός,αποζημίωση απόλυσης
associating => Σύνδεση, associateship => συνεταιρισμός, associated state => Συνδεδεμένη πολιτεία, associated => συνδεδεμένος, associate professor => Επίκουρος καθηγητής,