Greek Meaning of associational

συσχετιστικός

Other Greek words related to συσχετιστικός

Definitions and Meaning of associational in English

Wordnet

associational (a)

of or relating to associations or associationism

Webster

associational (a.)

Of or pertaining to association, or to an association.

Pertaining to the theory held by the associationists.

FAQs About the word associational

συσχετιστικός

of or relating to associations or associationismOf or pertaining to association, or to an association., Pertaining to the theory held by the associationists.

αποικιακός,συναινετική,εξαρτημένος,κοινωνικός,παρασιτικός,παρασιτικός,κοινωνικός,Κοινωνοϋποδεέστερος,συμβιωτικός,πρόωρος

αυτόνομος,ανεξάρτητος,αντικοινωνικός,μοναχικός,φωλεόφιλα,αυτόνομο,αυτάρκης,Ημιαυτόνομος,μόνος,ερημίτης

association theory => θεωρία σύνδεσης, association of southeast asian nations => Ένωση των εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας, association of orangemen => `Ενωση Ορανζιστών`, association of islamic groups and communities => Ένωση ισλαμικών ομίλων και κοινοτήτων, association for the advancement of retired persons => Ένωση για την Προώθηση των Συνταξιούχων,