Greek Meaning of associatory
συνεταιριστικός
Other Greek words related to συνεταιριστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of associatory
- associator => συνεργάτης
- associative aphasia => συνδετική αφασία
- associative => συσχετιστικός
- associationist => υφιστάμενος
- associationism => Συνεταιρισμός
- associational => συσχετιστικός
- association theory => θεωρία σύνδεσης
- association of southeast asian nations => Ένωση των εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας
- association of orangemen => `Ενωση Ορανζιστών`
- association of islamic groups and communities => Ένωση ισλαμικών ομίλων και κοινοτήτων
Definitions and Meaning of associatory in English
associatory (a)
characterized by or causing or resulting from the process of bringing ideas or events together in memory or imagination
FAQs About the word associatory
συνεταιριστικός
characterized by or causing or resulting from the process of bringing ideas or events together in memory or imagination
No synonyms found.
No antonyms found.
associator => συνεργάτης, associative aphasia => συνδετική αφασία, associative => συσχετιστικός, associationist => υφιστάμενος, associationism => Συνεταιρισμός,