Greek Meaning of assoilment
άφεση αμαρτιών
Other Greek words related to άφεση αμαρτιών
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of assoilment
- assoil => απαλλάσσω
- associatory => συνεταιριστικός
- associator => συνεργάτης
- associative aphasia => συνδετική αφασία
- associative => συσχετιστικός
- associationist => υφιστάμενος
- associationism => Συνεταιρισμός
- associational => συσχετιστικός
- association theory => θεωρία σύνδεσης
- association of southeast asian nations => Ένωση των εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας
Definitions and Meaning of assoilment in English
assoilment (n.)
Act of assoiling, or state of being assoiled; absolution; acquittal.
A soiling; defilement.
FAQs About the word assoilment
άφεση αμαρτιών
Act of assoiling, or state of being assoiled; absolution; acquittal., A soiling; defilement.
No synonyms found.
No antonyms found.
assoil => απαλλάσσω, associatory => συνεταιριστικός, associator => συνεργάτης, associative aphasia => συνδετική αφασία, associative => συσχετιστικός,