FAQs About the word assoilment

άφεση αμαρτιών

Act of assoiling, or state of being assoiled; absolution; acquittal., A soiling; defilement.

No synonyms found.

No antonyms found.

assoil => απαλλάσσω, associatory => συνεταιριστικός, associator => συνεργάτης, associative aphasia => συνδετική αφασία, associative => συσχετιστικός,