Greek Meaning of assorting

ταξινόμηση

Other Greek words related to ταξινόμηση

Definitions and Meaning of assorting in English

Webster

assorting (p. pr. & vb. n.)

of Assort

FAQs About the word assorting

ταξινόμηση

of Assort

ταξινόμηση,διακριτικός,διανομή,ομαδοποίηση,κατάταξη,υποβιβάζοντας,διαχωρίζοντας,διαλογή,ταξινόμηση,κωδικοποίηση

συγκεχυμένος,αποδιοργανωτική,ανακάτεμα,συσσώρευση,συνωστισμός,(ανάμειξη),εσφαλμένη ταξινόμηση,τυπογραφικό λάθος,Λανθασμένη ταξινόμηση,εσφαλμένη ταξινόμηση

assorted => διάφορα, assortative mating => Συνανθρωπιστικός γάμος, assort => ταξινομούν, assonate => ασσονάνς, assonantal => Ασυνάντητο,