Greek Meaning of assuaging

καταπραϋντικό

Other Greek words related to καταπραϋντικό

Definitions and Meaning of assuaging in English

Webster

assuaging (p. pr. & vb. n.)

of Assuage

FAQs About the word assuaging

καταπραϋντικό

of Assuage

χαλάρωση,βοηθητικός,μετριαστικό,ανακούφιση,κατευναστικός,κατευναστικός,σκλήρυνση,επούλωση,Βελτιούμενος,εξευμενιστικός

επιδεινούμενος,επιδεινούμενο,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,εντατικοποίηση,ακονίζω,Ύψος

assuager => Ηρεμηστικό, assuagement => ελάφρυνση, assuaged => ηρεμεί, assuage => ανακουφίζω, assouan => Ασσουάν,