Greek Meaning of perfecting

τελειοποίηση

Other Greek words related to τελειοποίηση

Definitions and Meaning of perfecting in English

Webster

perfecting (p. pr. & vb. n.)

of Perfect

FAQs About the word perfecting

τελειοποίηση

of Perfect

ολοκλήρωση,φινίρισμα,επιτυγχάνοντας,τελειοποιών,κάνει,Εκτελείται,ολοκλήρωση,ικανοποιητικό,Ερχόμενος μέσα,Βελτιούμενος

Εγκατάλειψη,διακοπή,πτώση,διακοπή καπνίσματος,εγκατάλειψη,εγκατάλειψη

perfectible => Βελτιώσιμος, perfectibility => τελειοποιησιμότητα, perfectibilist => τελειομανής, perfectibilian => Τελειοποιήσιμος, perfecter => τελειωτής,