Greek Meaning of discontinuing

διακοπή

Other Greek words related to διακοπή

Definitions and Meaning of discontinuing in English

Webster

discontinuing (p. pr. & vb. n.)

of Discontinue

FAQs About the word discontinuing

διακοπή

of Discontinue

παύοντας,κλείσιμο,τελικός,ετοιμοθάνατος,τέλος,φινίρισμα,λήγoν,περνώντας,στάση,καταληκτικός

υπολείμματα,εναπομείναν,υπολειπόμενο,μόνιμος,συνεχόμενος,ανθεκτικός,διαρκής,επίμονος,επίμονος,υποβάλλοντας προσφορά

discontinuer => διακόπτω, discontinuee => Διακοπέν, discontinued => διακοπή, discontinue => διακόπτω, discontinuation => διακοπή,