Greek Meaning of quitting

διακοπή καπνίσματος

Other Greek words related to διακοπή καπνίσματος

Definitions and Meaning of quitting in English

Webster

quitting (p. pr. & vb. n.)

of Quit

FAQs About the word quitting

διακοπή καπνίσματος

of Quit

παράδοση,υποχωρητικός,διστακτικός,διστακτικός,Διστακτικός,αναποφάσιστος,Διστακτικός,διστακτικός

επίμονος,ασθενής,επίμονος,ανθεκτικό,σταθερός,διστακτικός,σίγουρος,βέβαιος,αφιερωμένος,αποφασισμένος

quitter => παραιτημένος, quitted => άφησε, quittance => Аποδεικτικό, quittal => παραίτηση, quittable => ακυρώσιμο,