Greek Meaning of persevering
επίμονος
Other Greek words related to επίμονος
- επίμονος
- επίμονος
- αποφασισμένος
- αμετάπειστος
- σταθερά
- αφιερωμένος
- αποφασισμένος
- επίμονος
- πιστός
- πιστός
- πεισματάρης
- ασθενής
- Επίμονος
- θετικός
- αμείλικτος
- αμετάβλητος
- σταθερός
- σταθερός
- πεισματάρης
- επίμονος
- εκούσιος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- σίγουρος
- πεισματάρης
- βέβαιος
- αφοσιωμένος
- στερεός
- καλός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- επίμονος
- αμείλικτος
- αδάμαστος
- σκληραίνει
- άκαμπτος
- πρόθεση
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- Γνώμη
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- ανθεκτικό
- Επιλεγμένο
- αυθάδης
- αποφασισμένος
- Αδιάβροχο
- πρύμνη
- Ακατάδεκτος
- σίγουρα
- άκαμπτος
- ακαταμάχητος
- σταθερός
- σταθερός
- διστακτικός
- ανεξιλέωτος
- αμείλικτος
- ακλόνητος
- αμετάπειστος
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εσφαλμένη
Nearest Words of persevering
- perseveringly => επίμονα
- pershing => Πέρσινγκ
- persia => Περσία
- persian => περσικά
- persian cat => Περσική γάτα
- persian deity => περσική θεότητα
- persian empire => Περσική Αυτοκρατορία
- persian gulf => Περσικός Κόλπος
- persian gulf illness => Σύνδρομο του Περσικού Κόλπου
- persian gulf war => Πόλεμος του Κόλπου
Definitions and Meaning of persevering in English
persevering (s)
quietly and steadily persevering especially in detail or exactness
persevering (p. pr. & vb. n.)
of Persevere
persevering (a.)
Characterized by perseverance; persistent.
FAQs About the word persevering
επίμονος
quietly and steadily persevering especially in detail or exactnessof Persevere, Characterized by perseverance; persistent.
επίμονος,επίμονος,αποφασισμένος,αμετάπειστος,σταθερά,αφιερωμένος,αποφασισμένος,επίμονος,πιστός,πιστός
διστακτικός,διστακτικός,αναποφάσιστος,διακοπή καπνίσματος,υποχωρητικός,παράδοση,Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,Διστακτικός
persevered => επέμεινε, persevere => επιμένω, perseveration => επιμονή, perseverate => επιμένω, perseverant => επιμoνής,