Greek Meaning of constant
σταθερά
Other Greek words related to σταθερά
- προσαρμοστικός
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- ευμετάβλητος
- ευέλικτος
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- ασταθής
- υδραργυρικός
- παροδικός
- αβέβαιος
- απρόβλεπτος
- ανήσυχος
- ασταθής
- ασταθής
- μεταβλητή
- μεταβλητός
- ασταθής
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- εφήμερος
- εφήμερος
- φευγαλέος
- στιγμιαίος
- μεταβλητός
- νευρικός
- παροδικός
- Αλλοιώσιμος
- καλειδοσκοπικός
Nearest Words of constant
- constant lambert => σταθερά του Λαμπέρ
- constant of gravitation => σταθερά της βαρύτητας
- constant of proportionality => Σταθερά αναλογίας
- constant quantity => Σταθερά
- constantan => κωνσταντάν
- constantin brancusi => Κωνσταντίνος Μπρανκούσι
- constantina => Κωνσταντίνα
- constantine => Κωνσταντίνος
- constantine i => Κωνσταντίνος Α'
- constantine the great => Κωνσταντίνος ο Μέγας
Definitions and Meaning of constant in English
constant (n)
a quantity that does not vary
a number representing a quantity assumed to have a fixed value in a specified mathematical context
constant (s)
unvarying in nature
uninterrupted in time and indefinitely long continuing
constant (a)
steadfast in purpose or devotion or affection
constant (n.)
A number whose value, when ascertained (as by observation) and substituted in a general mathematical formula expressing an astronomical law, completely determines that law and enables predictions to be made of its effect in particular cases.
A number expressing some property or condition of a substance or of an instrument of precision; as, the dielectric constant of quartz; the collimation constant of a transit instrument.
FAQs About the word constant
σταθερά
a quantity that does not vary, a number representing a quantity assumed to have a fixed value in a specified mathematical context, unvarying in nature, steadfas
σταθερός,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,συνεχόμενος,ανθεκτικός,σταθερός,αμετάβλητος,διαρκής,μόνιμο
προσαρμοστικός,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,ευμετάβλητος,ευέλικτος,διακυμάνσεις,Ρευστό,ασταθής,υδραργυρικός,παροδικός
constancy => σταθερότητα, constance => σταθερότητα, constabulary => αστυνομία, constable => αστυνομικός, conspire => συνωμοσία,