Greek Meaning of permanent
μόνιμο
Other Greek words related to μόνιμο
- κονκ
- κούρεμα
- χτένισμα
- περμανάντ
- κυψέλη
- Μπομπ
- Κουλούρι
- Κοτσίδα
- χτένισμα
- Κούρεμα κοντό
- σοδειά
- κόβω
- κάνω
- ξεθωριάζω
- χτένισμα
- μοχάουκ
- παρανυφάκι
- Πλεξούδα
- αλογοουρά
- παγκ
- ουρά
- shag
- Κεραμίδι
- Διακόσμηση
- Μεγάλα μαλλιά
- κούρεμα με τη μηχανή
- Γαλλική μπούκλα
- άνοδος
- Πλεξούδα
- πλεξούδα
- Πομπαντούρ
- κατσαρίδα
- Χτένισμα προς τα πίσω
- ουρά πάπιας
- κότσος
Nearest Words of permanent
- permanent injunction => Μόνιμη απαγόρευση
- permanent magnet => μόνιμος μαγνήτης
- permanent press => Μόνιμη πρέσα
- permanent tooth => μόνιμα δόντια
- permanent wave => Μόνιμο σπάσιμο
- permanently => μόνιμα
- permanent-press => μόνιμα σιδερωμένο
- permanganate => Περμαγγανικό άλας
- permanganate of potash => Περμαγγανικό κάλιο
- permanganic => υπερμαγγανικού
Definitions and Meaning of permanent in English
permanent (n)
a series of waves in the hair made by applying heat and chemicals
permanent (a)
continuing or enduring without marked change in status or condition or place
permanent (s)
not capable of being reversed or returned to the original condition
permanent (a.)
Continuing in the same state, or without any change that destroys form or character; remaining unaltered or unremoved; abiding; durable; fixed; stable; lasting; as, a permanent impression.
FAQs About the word permanent
μόνιμο
a series of waves in the hair made by applying heat and chemicals, continuing or enduring without marked change in status or condition or place, not capable of
κονκ,κούρεμα,χτένισμα,περμανάντ,κυψέλη,Μπομπ,Κουλούρι,Κοτσίδα,χτένισμα,Κούρεμα κοντό
Προσωρινός,παροδικός,εφήμερος,εφήμερος,φευγαλέος,Προσωρινός,στιγμιαίος,θνητός,περνώντας,παροδικός
permanency => μόνιμο, permanence => μονιμότητα, permanable => μόνιμο, permalloy => Περμαλόι, permafrost => Παγετός,