FAQs About the word pigtail

Πλεξούδα

a plait of braided hairThe tail of a pig., A cue, or queue., A kind of twisted chewing tobacco.

Κορνρόου,Ντρέντλοκ,ουρά,Κορδόνι,Πλεξούδα,πλέξιμο,πλεξούδα,Δαντέλα με ζιγκ-ζαγκ,Ράβδωση,Δαντέλα

No antonyms found.

pigswill => γουρουνοτροφή, pigsty => Χοιροστάσιο, pigsties => χοιροστάσια, pig-sticking => Κυνήγι αγριογούρουνου, pigsticking => Κυνήγι αγριογούρουνου,