Greek Meaning of pigtail
Πλεξούδα
Other Greek words related to Πλεξούδα
Nearest Words of pigtail
- pigswill => γουρουνοτροφή
- pigsty => Χοιροστάσιο
- pigsties => χοιροστάσια
- pig-sticking => Κυνήγι αγριογούρουνου
- pigsticking => Κυνήγι αγριογούρουνου
- pigskin => Χοιρινή πέτσα
- pig-sized => Με το μέγεθος γουρουνιού
- pigs' knuckles => γουρουνοπούλα
- pigs in blankets => Λουκάνικα τυλιγμένα με μπέικον
- pigs' feet => Πόδια χοίρου
Definitions and Meaning of pigtail in English
pigtail (n)
a plait of braided hair
pigtail (n.)
The tail of a pig.
A cue, or queue.
A kind of twisted chewing tobacco.
FAQs About the word pigtail
Πλεξούδα
a plait of braided hairThe tail of a pig., A cue, or queue., A kind of twisted chewing tobacco.
Κορνρόου,Ντρέντλοκ,ουρά,Κορδόνι,Πλεξούδα,πλέξιμο,πλεξούδα,Δαντέλα με ζιγκ-ζαγκ,Ράβδωση,Δαντέλα
No antonyms found.
pigswill => γουρουνοτροφή, pigsty => Χοιροστάσιο, pigsties => χοιροστάσια, pig-sticking => Κυνήγι αγριογούρουνου, pigsticking => Κυνήγι αγριογούρουνου,