Greek Meaning of queue
ουρά
Other Greek words related to ουρά
- ευθυγραμμίζω
- ενδειξη
- αρχείο
- γραμμή
- Στέκομαι σε ουρά
- ακολουθία
- ευθυγραμμίζω
- Πίνακας
- Οθόνη
- τοποθετώ
- παραγγελία
- τόπος
- προτεραιοποιώ
- σετ
- αναχωρώ
- αλφαβητικά
- τακτοποιώ
- ισορροπία
- Ταξινομήσω
- κωδικοποιώ
- διαθέτω
- συντάσσειν
- ισοσταθμίζω
- ακόμα
- γαμπρός
- ιεραρχ化
- απλώνω
- μακιγιάζ
- Χαρτογραφώ
- μαρσάλ
- Στρατάρχης
- οργανώνω
- αναλογία
- εύρος
- τακτοποιείν
- στολίζω
- τυποποιώ
- ευθυγραμμίζω (πάνω)
- συστηματοποιώ
- τακτοποιημένος
- Αποκρυπτογράφηση
Nearest Words of queue
Definitions and Meaning of queue in English
queue (n)
a line of people or vehicles waiting for something
(information processing) an ordered list of tasks to be performed or messages to be transmitted
a braid of hair at the back of the head
queue (v)
form a queue, form a line, stand in line
queue (n.)
A tail-like appendage of hair; a pigtail.
A line of persons waiting anywhere.
queue (v. t.)
To fasten, as hair, in a queue.
FAQs About the word queue
ουρά
a line of people or vehicles waiting for something, (information processing) an ordered list of tasks to be performed or messages to be transmitted, a braid of
ευθυγραμμίζω,ενδειξη,αρχείο,γραμμή,Στέκομαι σε ουρά,ακολουθία,ευθυγραμμίζω,Πίνακας,Οθόνη,τοποθετώ
αναστατώνω,αποδιοργανώνω,ακαταστασία,διαταραχή,χάος (πάνω),Χάλασε (πάνω),Τσακίζω,εσφαλμένη ευθυγράμμιση
quetzalcoatl => Κετσαλκοάτλ, quetzal bird => Κετσάλ, quetzal => κέτσαλ, quetch => γκρινιάζω, quet => Κουέτ,