Greek Meaning of regularize
τακτοποιείν
Other Greek words related to τακτοποιείν
Nearest Words of regularize
- regularization => κανονικοποίηση
- regularity => κανονικότητα
- regularise => κανονικοποιώ
- regularisation => κανονισμός
- regularia => κανονικά
- regular tetrahedron => Κανονικό τετράεδρο
- regular recurrence => τακτική επανεμφάνιση
- regular polyhedron => Τακτικό πολύεδρο
- regular polygon => Κανονικό πολύγωνο
- regular payment => τακτική πληρωμή
Definitions and Meaning of regularize in English
regularize (v)
bring into conformity with rules or principles or usage; impose regulations
make regular or more regular
regularize (v. t.)
To cause to become regular; to regulate.
FAQs About the word regularize
τακτοποιείν
bring into conformity with rules or principles or usage; impose regulations, make regular or more regularTo cause to become regular; to regulate.
τυποποιώ,Συντονίζω,τυποποιώ,ενσωματώνω,κανονικοποιώ,παραγγελία,οργανώνω,ρυθμίζω,συστηματοποιώ,μέσος
προσαρμόζω,Ράφτης,εξατομικεύω
regularization => κανονικοποίηση, regularity => κανονικότητα, regularise => κανονικοποιώ, regularisation => κανονισμός, regularia => κανονικά,