Greek Meaning of regularly
τακτικά
Other Greek words related to τακτικά
- πάντα
- συνήθως
- σταθερά
- συνεχώς
- συνεχώς
- συνεχώς
- συχνά
- συχνά
- περιοδικά
- τακτικά
- συνήθως
- διαλειμματικά
- συνήθως
- συνήθως
- αιώνια
- επανειλημμένα
- σταθερά
- αδιάκοπα
- συνεχώς
- συνήθως
- ξανά και ξανά
- <br>
- ποτέ
- για πάντα
- γενικά
- ανά ώρα
- ασταμάτητα
- πάντα
- πολύς
- συχνά
- συχνά
- ξανά και ξανά
- διαρκώς
- συνήθως
- αναπόφευκτα
- συνεχώς
- νύχτα και μέρα
- αδιάκοπα
Nearest Words of regularly
- regularize => τακτοποιείν
- regularization => κανονικοποίηση
- regularity => κανονικότητα
- regularise => κανονικοποιώ
- regularisation => κανονισμός
- regularia => κανονικά
- regular tetrahedron => Κανονικό τετράεδρο
- regular recurrence => τακτική επανεμφάνιση
- regular polyhedron => Τακτικό πολύεδρο
- regular polygon => Κανονικό πολύγωνο
Definitions and Meaning of regularly in English
regularly (r)
in a regular manner
having a regular form
in a regular way without variation
regularly (adv.)
In a regular manner; in uniform order; methodically; in due order or time.
FAQs About the word regularly
τακτικά
in a regular manner, having a regular form, in a regular way without variationIn a regular manner; in uniform order; methodically; in due order or time.
πάντα,συνήθως,σταθερά,συνεχώς,συνεχώς,συνεχώς,συχνά,συχνά,περιοδικά,τακτικά
διαλειμματικά,Ανώμαλα,περιστασιακά,μερικές φορές,σποραδικά,επεισοδιακά,άτακτα,σπάνια,μικρός,ποτέ
regularize => τακτοποιείν, regularization => κανονικοποίηση, regularity => κανονικότητα, regularise => κανονικοποιώ, regularisation => κανονισμός,