Greek Meaning of episodically

επεισοδιακά

Other Greek words related to επεισοδιακά

Definitions and Meaning of episodically in English

Wordnet

episodically (r)

in an episodic manner

FAQs About the word episodically

επεισοδιακά

in an episodic manner

Ανώμαλα,περιστασιακά,μερικές φορές,σποραδικά,σπάνια,ποτέ,Πότε-πότε,σπάνια,ποτέ,σπάνια

συχνά,γενικά,συχνά,συνήθως,πάντα,συνεχώς,συνεχώς,συνεχώς,συνήθως,ατελείωτα

episodical => Επεισοδιακός, episodic memory => επεισοδιακή μνήμη, episodic => επεισοδιακό, episodial => επεισοδιακός, episode => επεισόδιο,