Greek Meaning of epistemic

επιστημονικός

Other Greek words related to επιστημονικός

Definitions and Meaning of epistemic in English

Wordnet

epistemic (a)

of or relating to epistemology

FAQs About the word epistemic

επιστημονικός

of or relating to epistemology

γνωστικός,συνειδητός,διανοούμενος,εσωτερική,ψυχικός,ψυχολογικός,εγκεφαλικός,εσωτερικός,εσωτερικός,γνώση

σωματικός,Δεκανέας,σωματικός,μη πνευματικό,φυσικός,σωματικός,πυκνό,σαρκικός,Αναίσθητος,ανόητος

episteme => επιστήμη, epistaxis => Επιστάξη, epistasis => Επιστασία, epispore => Επισπόριο, epispermic => επισπερμικός,