Greek Meaning of interior
εσωτερικός
Other Greek words related to εσωτερικός
Nearest Words of interior
- interim overhaul => Ενδιάμεση επισκευή
- interim => προσωρινός
- interhyal => μεσαίο υοειδές
- interhemal => Μεσοακανθικός
- interhaemal => μεταξύ των ερυθρών αιμοσφαιρίων
- inter-group communication => δια-ομαδική επικοινωνία
- intergraving => χάραξη
- intergraven => χαραγμένο
- intergraved => χαραγμένο
- intergrave => θάβω (thawo)
- interior angle => Εσωτερική γωνία
- interior decorating => Εσωτερική διακόσμηση
- interior decoration => Εσωτερική διακόσμηση
- interior decorator => Διακοσμητής εσωτερικών χώρων
- interior department => Υπουργείο Εσωτερικών
- interior design => Εσωτερικός σχεδιασμός
- interior designer => εσωτερικός σχεδιαστής
- interior door => Εσωτερική πόρτα
- interior live oak => Εσωτερικό ζωντανό δέντρο βελανιδιάς
- interior monologue => Εσωτερικός μονόλογος
Definitions and Meaning of interior in English
interior (n)
the region that is inside of something
the inner or enclosed surface of something
the United States federal department charged with conservation and the development of natural resources; created in 1849
interior (a)
situated within or suitable for inside a building
interior (s)
inside the country
located inward
inside and toward a center
of or coming from the middle of a region or country
interior (a.)
Being within any limits, inclosure, or substance; inside; internal; inner; -- opposed to exterior, or superficial; as, the interior apartments of a house; the interior surface of a hollow ball.
Remote from the limits, frontier, or shore; inland; as, the interior parts of a region or country.
interior (n.)
That which is within; the internal or inner part of a thing; the inside.
The inland part of a country, state, or kingdom.
FAQs About the word interior
εσωτερικός
the region that is inside of something, the inner or enclosed surface of something, the United States federal department charged with conservation and the devel
εσωτερικός,εσωτερική,εγκεφαλικός,διανοούμενος,ψυχικός,ψυχολογικός,ψυχολογικός,φωτεινό,εξαιρετικό,γνωστικός
σωματικός,Δεκανέας,σωματικός,μη πνευματικό,φυσικός,σωματικός,πυκνό,σαρκικός,απλός,παχύς
interim overhaul => Ενδιάμεση επισκευή, interim => προσωρινός, interhyal => μεσαίο υοειδές, interhemal => Μεσοακανθικός, interhaemal => μεταξύ των ερυθρών αιμοσφαιρίων,