Greek Meaning of psychological

ψυχολογικός

Other Greek words related to ψυχολογικός

Definitions and Meaning of psychological in English

Wordnet

psychological (s)

mental or emotional as opposed to physical in nature

Wordnet

psychological (a)

of or relating to or determined by psychology

FAQs About the word psychological

ψυχολογικός

mental or emotional as opposed to physical in nature, of or relating to or determined by psychology

ψυχικός,εγκεφαλικός,γνωστικός,εσωτερικός,διανοούμενος,εσωτερικός,εσωτερική,συνειδητός,επιστημονικός,έξυπνος

σωματικός,Δεκανέας,σωματικός,μη πνευματικό,φυσικός,σωματικός,σαρκικός,Αναίσθητος,ανόητος,πυκνό

psycholinguistics => Ψυχογλωσσολογία, psycholinguistic => Ψυχογλωσσικός, psychokinetic => Ψυχοκινητικός, psychokinesis => Ψυχοκίνηση, psychogenic fugue => ψυχογενές επεισόδιο διαφυγής,