Greek Meaning of somatic

σωματικός

Other Greek words related to σωματικός

Definitions and Meaning of somatic in English

Wordnet

somatic (s)

affecting or characteristic of the body as opposed to the mind or spirit

FAQs About the word somatic

σωματικός

affecting or characteristic of the body as opposed to the mind or spirit

σωματικός,φυσικός,ανατομικός,ανατομικός,ζώο,Δεκανέας,σωματικός,φυσιολογικός,φυσιολογικός,σαρκικός

εγκεφαλικός,εσωτερικός,διανοούμενος,ψυχικός,ψυχολογικός,ψυχολογικός,πνευματικός,άυλος,μεταφυσικός,άυλος

somatesthesia => σωματαισθησία, somateria => Σωματορια, somataesthesis => Αισθητηριοανάδραση, soman => Σωμάν, somalian shilling => Σομαλιανό σελίνι,