Greek Meaning of metaphysical
μεταφυσικός
Other Greek words related to μεταφυσικός
- αφηρημένος
- εννοιολογικός, εννοιακός
- ψυχικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- Κοσμικό
- υποθετικός
- ιδανικός
- ιδεολογικός
- διανοούμενος
- εννοιολογικός
- εικαζόμενο
- πνευματικός
- υπερβατικός
- εικαστικός
- αιθέριος
- άυλος
- ανεπαίσθητος
- Ανέφικτο
- ασώματος
- ανούσιος
- άυλος
- αόρατος
- άυλος
- Αΰλος
- Ρομαντικός
- υπερβατικός
- απίθανος
- ουτοπικός
- οραματιστής
- κοσμικός
Nearest Words of metaphysical
- metaphysic => μεταφυσική
- metaphrastical => Μεταφραστικός
- metaphrastic => μεταφραστικός
- metaphrast => Μεταφραστής
- metaphrasis => μετάφραση
- metaphrased => παραφρασμένος
- metaphrase => μεταφράζομαι
- metaphosphoric acid => Μεταφωσφορικό οξύ
- metaphosphoric => Μεταφωσφορικό
- metaphosphate => Μεταφωσφορικό οξύ
Definitions and Meaning of metaphysical in English
metaphysical (a)
pertaining to or of the nature of metaphysics
metaphysical (s)
transcending physical matter or the laws of nature
highly abstract and overly theoretical
metaphysical (a.)
Of or pertaining to metaphysics.
According to rules or principles of metaphysics; as, metaphysical reasoning.
Preternatural or supernatural.
FAQs About the word metaphysical
μεταφυσικός
pertaining to or of the nature of metaphysics, transcending physical matter or the laws of nature, highly abstract and overly theoreticalOf or pertaining to met
αφηρημένος,εννοιολογικός, εννοιακός,ψυχικός,θεωρητικός,θεωρητικός,Κοσμικό,υποθετικός,ιδανικός,ιδεολογικός,διανοούμενος
σκυρόδεμα,φυσικός,πραγματικός,αισθητός,ορισμένος,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,διακριτός,υλικό,αισθητός
metaphysic => μεταφυσική, metaphrastical => Μεταφραστικός, metaphrastic => μεταφραστικός, metaphrast => Μεταφραστής, metaphrasis => μετάφραση,