Greek Meaning of concrete
σκυρόδεμα
Other Greek words related to σκυρόδεμα
- πραγματικός
- πραγματικός
- πραγματικός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- αποτελεσματικός
- υπάρχον
- τελικός
- γνήσιος
- κυριολεκτικός
- πολύ
- απόλυτος
- βεβαιωμένος
- αυθεντικός
- ελεγμένο ως γνήσιο
- αυθεντικός
- πιστευτός
- καλή τη πίστει
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- επιβεβαιωμένο
- πειστικός
- De facto
- επιδεικνυόμενος
- καθιερωμένος
- σκληρός
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναπόφευκτο
- αδιαμφισβήτητος
- Στόχος
- απτός
- θετικός
- αποδεδειγμένο
- πραγματική ζωή
- ρεαλιστικός
- ουσιαστικός
- σίγουρα
- απτός
- Αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- έγκυρος
- επικυρωμένος
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- τεκμηριωμένος
- υποτιθέμενος
- εικαστικός
- υποθετικός
- ιδανικός
- ανύπαρκτος
- πλατωνικός
- δυνατόν
- δυνητικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- αφηρημένος
- υποθετικός
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- μυθικός
- Φαντασιώδης
- Φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- ανύπαρκτος
- εφεύρε
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- απεικονιζόμενο
- φημισμένος
- Ρομαντικός
- υποτίθεται
- υποθετικός
- συμβολικό
- οραματίστηκε
- συλληφθεί
- επινοημένος
- ψεύτικος
- προσποιούμαι
- απίθανος
- εικονική
- επινοημένος
Nearest Words of concrete
- concrete jungle => τσιμεντένια ζούγκλα
- concrete mixer => Μπετονιέρα
- concrete representation => Συγκεκριμένη παρουσίαση
- concretely => συγκεκριμένα
- concreteness => συγκεκριμενοποίηση
- concretion => Συγκέντρωση
- concretise => συγκεκριμενοποιώ
- concretism => Κονστρουκτιβισμός
- concretistic => σκυρόδεμα
- concretize => συγκεκριμενοποιώ
Definitions and Meaning of concrete in English
concrete (n)
a strong hard building material composed of sand and gravel and cement and water
concrete (v)
cover with cement
form into a solid mass; coalesce
concrete (a)
capable of being perceived by the senses; not abstract or imaginary
concrete (s)
formed by the coalescence of particles
FAQs About the word concrete
σκυρόδεμα
a strong hard building material composed of sand and gravel and cement and water, cover with cement, form into a solid mass; coalesce, capable of being perceive
πραγματικός,πραγματικός,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αποτελεσματικός,υπάρχον,τελικός,γνήσιος,κυριολεκτικός,πολύ
υποτιθέμενος,εικαστικός,υποθετικός,ιδανικός,ανύπαρκτος,πλατωνικός,δυνατόν,δυνητικός,θεωρητικός,θεωρητικός
concourse => Αίθουσα, concordat => Κονκορδάτο, concordant => συμφωνικός, concordance => συμφωνία, concord grape => Σταφύλια Concord,