Greek Meaning of concreteness

συγκεκριμενοποίηση

Other Greek words related to συγκεκριμενοποίηση

Definitions and Meaning of concreteness in English

Wordnet

concreteness (n)

the quality of being concrete (not abstract)

FAQs About the word concreteness

συγκεκριμενοποίηση

the quality of being concrete (not abstract)

πραγματικός,πραγματικός,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αποτελεσματικός,υπάρχον,τελικός,γνήσιος,​​κυριολεκτικός,πολύ

υποτιθέμενος,εικαστικός,υποθετικός,ιδανικός,ανύπαρκτος,πλατωνικός,δυνατόν,δυνητικός,θεωρητικός,θεωρητικός

concretely => συγκεκριμένα, concrete representation => Συγκεκριμένη παρουσίαση, concrete mixer => Μπετονιέρα, concrete jungle => τσιμεντένια ζούγκλα, concrete => σκυρόδεμα,