Greek Meaning of concupiscence

επιθυμία

Other Greek words related to επιθυμία

Definitions and Meaning of concupiscence in English

Wordnet

concupiscence (n)

a desire for sexual intimacy

FAQs About the word concupiscence

επιθυμία

a desire for sexual intimacy

επιθυμία,πάθος,σκληρότητα,ζεστός,Φαγούρα,ερωτομανής,άσεμνο βλέμμα,σκοποφιλία,Ζήλος,ερωτομανία

αποχή,εγκράτεια,αγνότητα,ψυχρότητα,ψυχρότητα

concubine => παλλακίδα, concubinage => παλλακεία, concretize => συγκεκριμενοποιώ, concretistic => σκυρόδεμα, concretism => Κονστρουκτιβισμός,