FAQs About the word lecherousness

ακολασία

a strong sexual desire

ερωτομανία,σατυρίαση,Ζήλος,θερμότητα,ρουτίνα,επιθυμία,επιθυμία,σκληρότητα,ζεστός,Φαγούρα

αποχή,εγκράτεια,αγνότητα,ψυχρότητα,ψυχρότητα

lechering => αρσενοκοίτης, lecherer => κατίνας, lechered => εποφθαλμίζω, lecher => άσωτος, leche => γάλα,