Greek Meaning of desire
επιθυμία
Other Greek words related to επιθυμία
- όρεξη
- Λαχτάρα
- πείνα
- πόθος
- πάθος
- δίψα
- παρόρμηση
- όρεξη
- Ανάγκη
- οδήγηση
- δίψα
- ώθηση
- Φαγούρα
- αγάπη
- ανάγκη
- γεύση
- δίψα
- πόθος
- πόθος
- γεν
- ζήλος
- κτητικότητα
- Φιλαργυρία
- απληστία
- πλεονεξία
- φιλαργυρία
- προθυμία
- Απληστία
- Φιλαργυρία
- ανυπομονησία
- ώθηση
- Τζόουνς
- άσεμνο βλέμμα
- συμπάθεια
- ανάγκη
- εμμονή
- πόθος
- αρπακτικότητα
- απαίτηση
- θέλω
- αδυναμία
- θα
Nearest Words of desire
Definitions and Meaning of desire in English
desire (n)
the feeling that accompanies an unsatisfied state
an inclination to want things
something that is desired
desire (v)
feel or have a desire for; want strongly
expect and wish
express a desire for
desire (v. t.)
To long for; to wish for earnestly; to covet.
To express a wish for; to entreat; to request.
To require; to demand; to claim.
To miss; to regret.
The natural longing that is excited by the enjoyment or the thought of any good, and impels to action or effort its continuance or possession; an eager wish to obtain or enjoy.
An expressed wish; a request; petition.
Anything which is desired; an object of longing.
Excessive or morbid longing; lust; appetite.
Grief; regret.
FAQs About the word desire
επιθυμία
the feeling that accompanies an unsatisfied state, an inclination to want things, something that is desired, feel or have a desire for; want strongly, expect an
όρεξη,Λαχτάρα,πείνα,πόθος,πάθος,δίψα,παρόρμηση,όρεξη,Ανάγκη,οδήγηση
Αποστροφή,Αλλεργία,απέχθεια,αηδία,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,αηδία,Ναυτία,απέχθεια
desirably => επιθυμητά, desirableness => απολαυστικότητα, desirable => επιθυμητός, desirability => επιθυμητότητα, desipramine => Ντεσιπραμίνη,