Greek Meaning of desirableness
απολαυστικότητα
Other Greek words related to απολαυστικότητα
Nearest Words of desirableness
Definitions and Meaning of desirableness in English
desirableness (n)
the quality of being worthy of desiring
attractiveness to the opposite sex
desirableness (n.)
The quality of being desirable.
FAQs About the word desirableness
απολαυστικότητα
the quality of being worthy of desiring, attractiveness to the opposite sexThe quality of being desirable.
πλεονέκτημα,σκοπιμότητα,επιθυμητότητα,σκοπιμότητα,εφικτότητα,φρόνηση,σκοπιμότητα,σκοπιμότητα,κρίση,πρακτικότητα
μη πρακτικότητα,Απροσεξία,ακαταλληλότητα,Ανεπάρκεια,Ανοησία,μη σκοπιμότητα,ασύνεση,Ανεπάρκεια,αναντιστοιχία
desirable => επιθυμητός, desirability => επιθυμητότητα, desipramine => Ντεσιπραμίνη, desinential => καταληκτικός, desinent => σταματώντας,