Greek Meaning of prudence
φρόνηση
Other Greek words related to φρόνηση
Nearest Words of prudence
Definitions and Meaning of prudence in English
prudence (n)
discretion in practical affairs
knowing how to avoid embarrassment or distress
FAQs About the word prudence
φρόνηση
discretion in practical affairs, knowing how to avoid embarrassment or distress
φροντίδα,προσοχή,προσοχή,σύνεση,εγρήγορση,προσοχή,προσοχή,επιφυλακτικότητα,Προσοχή,εγρήγορση
θράσος,απροσεξία,απροσεξία,απερισκεψία,αιφνιδιότητα,βιασύνη,ορμητικότητα,απροσεξία,Παρορμητικότητα,αιφνιδιότητα
prude => πουριτανικός, prozac => Πρόζακ, proxy war => Πόλεμος δι' αντιπροσώπου, proxy fight => Μάχη δια πληρεξουσίου, proxy => πληρεξούσιος,