Greek Meaning of attentiveness
προσοχή
Other Greek words related to προσοχή
Nearest Words of attentiveness
- attentively => προσεκτικά
- attentive => προσεκτικός, προσεκτική
- attention-getting => ελκυστικός της προσοχής
- attentional => προσοχής
- attention span => διάρκεια προσοχής
- attention deficit hyperactivity disorder => Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
- attention deficit disorder => διαταραχή ελλειμματικής προσοχής
- attention => προσοχή
- attentate => δολοφονία
- attentat => Επίθεση
Definitions and Meaning of attentiveness in English
attentiveness (n)
paying particular notice (as to children or helpless people)
the trait of being considerate and thoughtful of others
the trait of being observant and paying attention
FAQs About the word attentiveness
προσοχή
paying particular notice (as to children or helpless people), the trait of being considerate and thoughtful of others, the trait of being observant and paying a
εγρήγορση,εγρήγορση,ρολόι,επαγρύπνηση,συναγερμός,συνείδηση,Ενσυνειδητότητα,δεκτικότητα,Κόκκινος συναγερμός,ευαισθησία
αφηρημάδα,απορρόφηση,αφαίρεση,Ονειροπόλημα ξύπνιοι,ζάλη,περισπασμός,αφοσίωση,λήθη,απασχόληση,απροσεξία
attentively => προσεκτικά, attentive => προσεκτικός, προσεκτική, attention-getting => ελκυστικός της προσοχής, attentional => προσοχής, attention span => διάρκεια προσοχής,