Greek Meaning of receptiveness

δεκτικότητα

Other Greek words related to δεκτικότητα

Definitions and Meaning of receptiveness in English

Wordnet

receptiveness (n)

willingness or readiness to receive (especially impressions or ideas)

Webster

receptiveness (n.)

The quality of being receptive.

FAQs About the word receptiveness

δεκτικότητα

willingness or readiness to receive (especially impressions or ideas)The quality of being receptive.

ζωντάνια,προσοχή,συνείδηση,Συνείδηση,Ενσυνειδητότητα,δεκτικότητα,ευαισθησία,συναγερμός,εγρήγορση,προσοχή

αφηρημάδα,απορρόφηση,αφαίρεση,Ονειροπόλημα ξύπνιοι,ζάλη,περισπασμός,αφοσίωση,λήθη,απασχόληση,απροσεξία

receptively => δεκτικά, receptive aphasia => δεκτική αφασία, receptive => δεκτικός, receptionist => ρεσεψιονίστ, reception room => υποδοχής,