Greek Meaning of consciousness
Συνείδηση
Other Greek words related to Συνείδηση
Nearest Words of consciousness
- consciously => συνειδητά
- conscious => συνειδητός
- conscionable => ευضمώτο
- conscientiousness => συνειδητότητα
- conscientiously => συνειδητά
- conscientious objector => Αρνητής στράτευσης
- conscientious => συνειδητός
- conscience-smitten => Ενοχές
- conscienceless => χωρίς συνείδηση
- conscience money => χρήματα ενοχής
- consciousness-altering drug => Φάρμακο που αλλοιώνει τη συνείδηση
- conscript => στρατιώτης
- conscription => στρατολόγηση
- consecrate => καθαγιάζω
- consecrated => αφιερωμένος
- consecration => Αγκαλιασμός
- consecutive => διαδοχικός
- consecutive operation => διαδοχική λειτουργία
- consecutively => συνεχόμενα
- consensual => συναινετικός
Definitions and Meaning of consciousness in English
consciousness (n)
an alert cognitive state in which you are aware of yourself and your situation
having knowledge of
FAQs About the word consciousness
Συνείδηση
an alert cognitive state in which you are aware of yourself and your situation, having knowledge of
προσοχή,συνείδηση,Ενσυνειδητότητα,επίγνωση,μάτι,Γνώση,μυαλό,σημείωση,ειδοποίηση,τήρηση
αδιαφορία,αμέλεια,Άγνοια,λήθη
consciously => συνειδητά, conscious => συνειδητός, conscionable => ευضمώτο, conscientiousness => συνειδητότητα, conscientiously => συνειδητά,